- μουσικολόγος
- ο, ηαυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μουσική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσικολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ι. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Δούνιας, Μίνως — (Ρουμανία 1900 – Αθήνα 1962). Μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και μουσικοπαιδαγωγός. Αποφοίτησε από τη Ροβέρτειο σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το 1921 σπούδασε μουσική στην ανώτατη κρατική σχολή μουσικής του Βερολίνου και από το 1925 μουσικολογία… … Dictionary of Greek
Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… … Dictionary of Greek
Λεωτσάκος, Γεώργιος — (Αθήνα 1935 –). Μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο ανώτερα θεωρητικά, αντίστιξη και φούγκα. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, αρχικά στην εφημερίδα Καθημερινή (1953 65) ως μεταφραστής και κατόπιν ως… … Dictionary of Greek
βάκχειος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από την Τανάγρα της Βοιωτίας (3oς αι. π.Χ.). Μαθητής του Ηρόφιλου, που άσκησε την ιατρική ως υπομνηματιστής του Ιπποκράτη. 2. Μιλήσιος άγνωστης εποχής, που έγραψε σημαντικά συγγράμματα για τη γεωργία, όπως… … Dictionary of Greek
μουσικολογία — η [μουσικολόγος] η επιστημονική μελέτη τής μουσικής (α. «ιστορική μουσικολογία» β. «συγκριτική μουσικολογία» γ. «συστηματική μουσικολογία») … Dictionary of Greek
μουσικολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μουσικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλφρεντ — (Alfred Einstein,Μόναχο 1880 – Ελ Σερίτο, Καλιφόρνια 1952). Γερμανός μουσικολόγος και κριτικός. Μαθητής του Άντολφ Ζάντμπεργκερ, εκπατρίστηκε το 1933, έζησε στο Λονδίνο και στη Φλωρεντία και από το 1939 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Μουσικοκριτικός… … Dictionary of Greek
Αλμπέρ, Καρέλ — (Karel Albert, Αμβέρσα 1901 – 1987). Βέλγος συνθέτης και μουσικολόγος. Μετά τις σπουδές του στο Βασιλικό Ωδείο της Αμβέρσας, ασχολήθηκε με το θέατρο και συνέθετε κυρίως μουσική για τα έργα του περιοδεύοντος λαϊκού θεάτρου: Οιδίπους τύραννος του… … Dictionary of Greek